- πλινθοποίηση
- η, Ντεχνολ. η διαμόρφωση μεταλλουργικών προϊόντων σε ορθογώνια κομμάτια, σε πλίνθους.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλινθοποιώ. Η λ., στον λόγιο τ. πλινθοποίησις, μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.